[682] ποππυσμός, ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσϑαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσϑαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.