[699] πρεσβύτης, ὁ (vgl. πρέσβυς), der Alte; Κρόνος, Aesch. Eum. 611; Eur. Phoen. 854; χαῖρ' ὦ πρεσβῠτα παλαιογενές, Ar. Nubb. 359; u. in Prosa: ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος, Plat. Rep. X, 608 c; παῖδές τε ὄντες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῠται, Legg. III, 687 a, u. öfter; Xen. Conv. 4, 17; Folgende.