[699] πρημαίνω, blasen, heftig wehen; πρημαίνουσαι [699] ϑύελλαι, Ar. Nubb. 335, Schol. u. Suid., von πρήϑω ableitend, λαβρῶς φυσᾶν καὶ μαίνεσϑαι.