[749] προς-αναγκάζω, noch dazu zwingen, nöthigen; c. inf., βίῃ με προςηνάγκασσε πάσασϑαι, H. h. Cer. 413; Thuc. 6, 72; Ar. Vesp. 611; τὸν Σωκράτη ὁμολογεῖν, Plat. Conv. 223 d, u. öfter; auch τοῖς λόγοις τινά, überzeugen, Phil. 13 b; u. mit acc. c. inf., προςηναγκάσαμεν εἶναι τὸ μὴ ὄν, wir haben dargethan, daß etc., Polit. 284 b; Sp.