[754] προς-βλέπω, ansehen, anblicken; προςβλέψαι, Aesch. Prom. 215; ὦ φῶς, τελευταῖόν σε προςβλέψαιμι νῠν, Soph. O. R. 1183; El. 1213 u. öfter, wie Eur., z. B. αἰσχύνομαί σε προςβλέπειν ἐναντίον, Hec. 968; auch med., τίς προςβλέψεταί σε, I. A. 1192; Plat. Conv. 213 d u. öfter, u. Sp.