[754] προς-βράζω, daran, dabei auswerfen, vom Meere, τὸ σῶμα πίτυϊ προςβεβρασμένον ὑπὸ ϑαλάσσης, Plut. Symp. 5, 3, 1.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]