[756] προς-δοκία, ἡ, Erwartung, Vermuthung, Hoffnung od. Furcht; κακοῠ, Plat. Prot. 358 d, wie δέος erkl. wird προςδοκία μέλλοντος κακοῠ, Lach. 198 b; κατὰ τὴν προςδοκίαν, ἣν ἐφοβήϑημεν, Soph. 264 b; δεινῶν, Tim. 70 c; προςδοκίας ἔχειν, Conv. 194 a; αἱ προςδοκίαι, den ἐλπίδες entsprechend, Dem. 19, 24; Sp., wie Pol., bes. Furcht; στεφάνου, Hoffnung auf den Kranz, Ep. ad. 313 a (Plan. 54).