[757] προς-εδαφίζω, auf den Boden, die Erde bringen, übh. befestigen, ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προςηδάφισται, Aesch. Spt. 478.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]