[758] προς-εκ-χλευάζω, noch dazu verspotten, verlachen, καὶ γὰρ ὑβριστικῶς προςεκκεχλευακὼς ὑμᾶς φανήσεται, Dem. 24, 15.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]