[759] προς-εμ-πικραίνομαι, noch dazu erbittert od. aufgebracht werden, in Zorn gerathen gegen Einen, τινί; ὡς οἱ Πέρσαι παϑόντες προςεμπικρανέεσϑαι ἔμελλον τοῖσι Σαμίοισι, Her. 3, 146, zw. Lesart; vgl. 5, 62.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]