[761] προς-επιῤ-ῥώννῡμι (s. ῥώννυμι), noch dazu, noch mehr verstärken, pass. προςεπεῤῥώσϑησαν ταῖς ὁρμαῖς, Pol. 4, 80, 3.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]