[761] προς-επι-μελέομαι, noch dazu besorgen, sorgen, ὧντινων αὐτοὺς δεῖ πρὸς τοῖς νῠν εἰρημένοις προςεπιμελεῖσϑαι, Plat. Legg. VI, 755 b.
Meyers-1905: Epi...
Pierer-1857: Pros [1] · Pros [2] · Epi...