[763] προς-ευ-πορέω, noch dazu verschaffen, τινί τι, τοσαῠτα χρήματα ὑμῖν προςευπορηκώς, Dem. 36, 57; pass., τὰ χρήματα οὗτός ἐσϑ' ὁ νόμος ὁ ποι-ῶν προςευπορεῖσϑαι, 24, 97, wo Bekker προευπ. schreibt, daß das Geld herbeigeschafft werde.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]