[766] προς-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι), hinzukommen, hingelangen; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προςικνεῖται, Aesch. Ag. 766; bes. als Schutzflehender, προςίξομαι μεσόμφαλόν ϑ' ἵδρυμα, Λοξίου πέδον, Ch. 1031; c. gen., Ar. Equ. 758; vgl. Aesch. Ch. 1029.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]