[767] προς-καθ-οράω (s. ὁράω), noch dazu, dabei ansehen, ἅτε πρὸς ἑκάστῳ ᾡ ἂν μανϑάνῃ προςκαϑορῶντι τὴν ἐπιστήμην, Plat. Charm. 172 b.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]