[767] [767] προς-κατα-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐϑέντην προςκαταγνωσϑέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῠσι διαιτητήν, ὅςτις αὐτοῖς τὰ χωρία προςκαταγνώσεται.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Pros [1] · Pros [2] · Kata [2] · Kata Kana · Kata [1]