[769] προς-κερδαίνω (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προςκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προςκεκερδάγκασι gelesen wurde; προςεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]