[769] προς-κλάω (s. κλάω), daran zerbrechen, εἰ προςκόψειέ τῳ, προςκεκλασμένος ἂν εἴη τὸ σκέλος, Xen. de re equ. 7, 6.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]