[773] προς-νέμω (s. νέμω), 1) zutheilen, zulegen, widmen; χεῖρας, Aesch. Eum. 303, zw.; τοὺς ἀγῶνας τοῖς ϑεοῖς, Plat. Legg. VIII, 828 c; Folgde; τὴν πατρίδα τοῖς Ἀχαιοῖς, Pol, 2, 43, 5; πρός τι, ib. 6. auch ἑαυτόν τινι, zu Jemandes Partei treten, 9. 36. 7; auch ἑαυτὸν τῷ δικαίῳ, 6, 10, 9, Sp., τῇ ἀπωλείᾳ, dem Verderben weiden, Alciphr. 1, 14; – med.; πρόςνειμαι δέ μοι χάριν βραχεῖαν, Soph. Trach. 1206; προςνείμασϑαι τοῖσι ϑεοῖσιν τῶν ὀρνίϑων ὃς ἂν ἁρμόζῃ καϑ' ἕκαστον, Ar. Av. 563, οἱ δ' ἄλλοι προςνενέμησϑε, ὥς τινας, Dem. 2, 29, wie 13, 20, ihr seid zugerechnet worden, u. öfter; Sp., τοῖς παισί, Luc. pztr. enc. 3. – 2) ποίμνας, Heerden herbeitreiben. Eur. Cycl. 36.