[777] προς-περονάω, daran, darauf (mit der Schnalle) befestigen, Plat. Phaed. 83 d; ἄρτοι προςπεπερονημένοι ἦσαν πρὸς τοῖς κρέασι, Xen. An. 7, 3, 21.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]