[780] προς-στάζω (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλϑακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]