προς-συλ-λαμβάνομαι

[780] προς-συλ-λαμβάνομαι (s. λαμβάνω), mit daran Theil nehmen; τῆς ὁρμῆς, Thuc. 3, 36 (v. l. προςσυνεβάλετο); τοῠ λόγου, ὅτι. D. Cass. 43, 47.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 780.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: