[783] προς-τίμημα, τό, die zur gesetzmäßigen Strafe noch hinzukommende Straserhöhung oder Strafschärfung, Dem. 24, 2, τὰ δικαστήρια ἄκυρα ποιεῖ τῶν προςτιμημάτων τῶν ἐπὶ τοῖς ἀδικήμασιν ἐκ τῶν νόμων ὡρισμένων; vgl. Harpocr.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]