[786] προς-φθεγκτός, angeredet, οὐδὲ σοῠ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προςφϑεγκτός, Soph. Phil. 1056. In dor. Form, ποτιφϑεγκτά, Anyte 16 (VII, 649), anredend.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]