[787] προς-φώνημα, τό, Gegenstand der Anrede, auch Anrede, Benennung; ὦ δισσὰ πατρὸς καὶ κασιγνήτης ἐμοὶ ἥδιστα προςφωνήματα, Soph. O. C. 326; προςφωνημάτων κλύειν, Eur. Alc. 1147.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]