[789] προς-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, Sp.; auch φϑαρτικὰς δυνάμεις προςχρωσϑείσας τοῖς ἐδέσμασι, D. Sic. 19, 33.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]