[794] προὔνεικος (s. ἐνεγκεῖν), 1) lasttragend, der Packträger; Poll. 7, 132 προυνίκους τοὺς μισϑωτοὺς οἱ νέοι κωμῳδοδιδάσκαλοι, byzantinisch; vgl. Hesych. u. Eust. 983, 47; so auch D. L. 4, 6 zu nehmen, wo v. l. προύνικος. – 2) auch = προφερής, wollüstig, geil, VLL., προὔνεικα φιλήματα, Strat. 51 (XII, 209) em. für πορνικά.