προὔργου

[795] προὔργου, zsgzgn statt πρὸ ἔργου, eigtl. für das Werk, was zur Ausführung eines Werkes, zur Erreichung eines Zweckes förderlich, nützlich ist, was wozu hilft; εἰςείδομεν προὔργου πεσόντα, Eur. I. T. 309; Hel. 1395; ποιῶν τι τῶν προὔργου, Ar. Plut. 623; προὔργου τι δρᾶν, Eccl. 784, Thuc. 4, 17; φαίνεται γάρ μοι προὔργου τι ἂν γενέ-σϑαι, Plat. Theaet. 197 a, εἴς τι, Rep. II, 376 d, wie ib. c πρός τι; εἰ δή τι πεποιήκαμεν, προὔργου, Legg. III, 702 b; Men. 84 b u. sonst; ἵνα προὔργου τι γένηται, Isocr. 4, 19, vgl. 5, 13; οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνειν, Pol. 5, 19, 5; Sp., wie Plut. u. Luc. Hermot. 79. – Compar. προὐργιαίτερος, förderlicher, nützlicher, wichtiger; ἀλλ' ἕτερα γὰρ ἦν τῶνδε προὐργιαίτερα αὐταῖς, Ar. Lys. 20; τὰ ἑαυτῶν προὐργιαίτερον ἐποιήσαντο, Thuc. 3, 109, sie achteten ihre eigenen Angelegenheiten, ihre Wohlfahrt höher, ὥστε προὐργιαίτερόν τι γενέσϑαι ἄλλο πράττειν, Plat. Gorg. 458 c, τῷ δὲ οὐδὲν προὐργιαίτερόν ἐστιν, Isocr. 4, 134, ἕτερά ἐστιν ἑκάστῳ προὐργιαίτερα, Dem. 19, 228; χάρις προὐργιαιτέρα, Din. 1, 114; Folgde; οὐδὲν προὐργιαίτερον ποιεῖσϑαι τούτου, Nichts für besser halten, dies sich besonders angelegen sein lassen, Pol. 2, 7, 10. 4, 66, 2, wie μηδὲν νομίζειν προὐργιαίτερον τούτου, 26, 2, 2. – Phot. führt auch den superl. προὐργιέστατον an.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 795.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: