[754] πρός-δεγμα, τό, Aufnahme, Soph. Tr. 628, οἶσϑα τὰ τῆς ξένης ὁρῶν προςδέγματ' αὐτὴν ὡς ἐδεξάμην φίλως.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]