[780] πρός-ταγμα, τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόςταγμα τοῖς φύλαξι προςτάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]