[766] πρόσθιος, der vordere, vorn; οἱ πρόσϑιοι πόδες, die Vorderfüße, Her. 2, 69, wie κῶλα, Plat. Tim. 91 e; βάσιν χερσὶ προσϑίαν καϑαρμόσας, Eur. Rhes. 210; auch πρόσϑια τραύματα, vulnera adversa, Bass. 7 (IX, 279).