[810] πτήσσω, aor. I. ἔπτηξα, u. II. ἔπτακον (s. κατα-πτήσσω) perf. ἔπτηχα, selten ἔπτηκα, u. im partic. ep. πεπτηώς in intrans. Bdtg (vgl. ὑποπτήσσω). in Furcht u. Schrecken setzen, πτῆξε ϑυμὸν Ἀχαιῶν, Il. 14, 40; Paul. Sil. ecphras. 1, 26 sagt ζυγὸν πτήσσειν, ein Joch furchtbar machen, machen, daß man es fürchtet; κείμην πεπτηώς, mich furchtsam zusammenduckend, hinkauernd, Od. 14, 354; πεπτηῶτες, 474; πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ ϑρόνον, 22, 362; δείματι πεπτηυῖα, Ap. Rh. 2, 535; ἐπτηχώς, Isocr. 5, 58; so intrans. brauchen Andere auch die übrigen tempp., ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥρωες, sich fürchten, Pind. P. 4, 57; πτήξας δέμας παρεῖχε, Aesch. Pers. 205; ἀπειλὰς πτήξας, sich vor den Drohungen fürchtend, Prom. 174, wie sp. D., Archi. 27 (Plan. 94); πόλις πρὸς πόλιν ἔπτηξε, Eur. Suppl. 281; so auch ἔπτηξα ϑυμόν, in der Seele, Soph. O. C. 1465; σιγῇ πτήξειαν ἄφωνοι, Ai. 171; οὐκέτι φόβῳ πτήσσω, Eur. Bacch. 1034; βωμὸν ἔπτηξ' ὕπο, Herc. Fur. 974, wie ἐν μυχοῖς πέτρας πτήξαντες, Cycl. 407, εἰς ἕνα χῶρον, Ar. Lys. 770, u. öfter; ἐάν τε κακῶς πάσχων πτήξῃ, Plat. Conv. 184 b; so auch bei Xen., im Ggstz von ἐξυβρίζω Cyr. 3, 1, 26, auch ὅτι οὐχ ὡς φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτοὺς οἴκοι καϑήμενοι, 3, 3. 18; Plut. Thes. 6; Lycurg. 49 vrbdt τοὺς ταῖς δ ανοίαις μὴ πτήξαντας τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον.