[818] πυνθάνομαι (ΠΥΘ), altpoet. auch πεύϑ ομαι; fut. πεύσομαι, selten πευσοῠμαι, Aesch. Prom. 987, Theocr. 3, 51, vgl. Eur. Hipp. 1104; aor. ἐπυϑόμην, πυϑέσϑαι (πύϑευ Her. 3, 68), ep. auch mit der Reduplication πεπυϑοίατο; perf. πέπυσμαι, πέπυσαι, Plat. Prot. 310 b, u. ep. πέπυσσαι, Od. 11, 494; das praes. πυνϑάνομαι hat Hom. Od. 2, 315, u. das impf. ἐπυνϑανόμην 13, 256, sonst immer πεύϑομαι u. impf. πευϑόμην (vielleicht mit dem Vorigen zusammenhangend, eigtl. ergründen); – fragen, erfragen, erforschen, erkunden, vernehmen; καὶ ἄλλων μῠϑον ἀκούων πυνϑάνομαι, Od. 2, 315; – c. accus., ὅσσα δ' ἐνὶ μεγάροισι καϑήμενος ἡμετέροισιν πεύϑομαι, Od. 3, 187; πεύϑετο γὰρ Κύπρονδε μέγα κλέος, er vernahm nach Kypros hin den Ruhm, Il. 11, 21; κήρυξ ἐπεύϑετο βουλάς, Od. 4, 677; πεύϑετο γὰρ οὗ παιδὸς ὄλεϑρον u. ä. oft Hom.; κέλαδον, Il. 18, 530; ἐπὴν εὖ πάντα πύϑηαι, Od. 4, 494; τάδε πευϑόμενος κακὰ ἔργα, Od.. 17, 158; u. c. partic., εἰ γὰρ ἐγὼ πυϑόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, 4, 732, hätte ich erfahren, daß er diese Reise vorhabe; vgl. ὡς ἐπύϑετο τοὺς Ἕλληνας ἀποιχομένους, Her. 9, 58; ὅταν τὰ λοιπὰ πυνϑάνηται κακά, Aesch. Prom. 965; πεύσῃ δὲ χάρμα μεῖζον, Ag. 257; ἐὰν ϑνήσκοντας ἢ τετρωμένους πύϑησϑε, Spt. 225; πᾶσαν πυϑέσϑαι τῶνδ' ἀλήϑειαν πέρι, Soph. Tr. 91; πεπυσμένη πάρει πάϑημα τοὐμόν, 140; τάχ' ἄν με πύϑοισϑε σισωσμένον. Ai. 677; πέπυσται τὸν ἐμὸν ἐκϑετον γοιον, Eur. Andr. 70; u. in Prosa, οὐ γάρ τί πω πάντα σαφῶς πεπύσμεϑα, Plat. Charm. 153 c; u. Sp., πεπυσμένοι τὰ γεγονότα, Pol. 4, 73, 1; περί τινος, Her. 2, 75; Xen. An. 5, 5, 25; ὑπέρ τινος, Soph. O. R. 1444; – τινός τι, von Einem, durch ihn Etwas hören, erfahren, Etwas aus Jemandes Munde hören, πολλάκι γὰρ τόγε μητρὸς ἐπεύϑετο, Il. 17, 408; Od. 10, 537; ἄνακτος αὐτοῠ πάντα πεύσομαι λόγον, Aesch. Ag. 585; οὐδεὶς ὅτου πευσόμεϑα τἀκεῖ πράγματα, Ar. Av. 1120, vgl. Ach. 204; u. in Prosa, τὸ γὰρ αἴτιον αὐτῶν πεύσεσϑε, Plat. Critia. 113 a; auch ἐκείνων πευσόμεϑα πῶς λέγουσιν, Rep. VII, 530 e, vgl. Euthyphr. 4 c; – τινός, ἦ μάλα λυγρῆς πεύσεαι ἀγγελίης, du wirst eine sehr traurige Nachricht zu hören bekommen, Il. 18, 19; ἀγγελιάων πεύσεται, Od. 2, 256; ἔρχεο πευσόμενος πατρός, von dem Vater, über den Vater Etwas zu erfahren, 1, 281. 15, 270; ἄλοχος δ' οὔπω τι πέπυστο Ἕκτορος, Il. 22, 437; auch hier tritt ein partic. hinzu, πυϑέσϑην ἡνιόχοιο πεσόντος, sie merkten, daß der Rosselenker fiel, von den Rossen gesagt, Il. 17, 227, vgl. 377; εἴ κεν τοῠ πατρὸς ἀποφϑιμένοιο πυϑοίμην, 19, 322; ϑέλων δὲ τῶνδε πεύσεται λόγων, Aesch. Ch. 754; ἀγγέλων πεπυσμένοι, Suppl. 182; – παρά τινος, von Einem erfahren, Aesch. Prom. 990; auch ἀπό τινος, Ch. 726; πρός τινος, Her. 9, 58; ἔκ τινος, 7, 182; ταῠτα παρ' αὐτῶν πυνϑάνο υ, Plat. Lach. 187 b, u. öfter; vgl. εὖ ἔχει τὰ τῆς σῆς τέχνης παρὰ σοῠ πυνϑάνεσϑαι, Gorg. 455 c; παρὰ τῶν λεγόντων πευστέον, τί λέγουσιν, Soph. 244 b; er verbindet auch πυνϑάνομαι καὶ ἐρωτῶ, Hipp. min. 372 c; vgl. noch Euthyd. 295 c, οὐ τοίνυν ἀποκρινοῠμαι πρότερον πρὶν ἂν πύϑωμαι, u. so oft = fragen; auch ὁ αἰσϑόμενος καὶ πυϑόμενος vrbdn, Legg. VI, 762 d.