[826] πυρωτός, feurig; καὶ λαμπρός, Plut. de Pyth. or. 21; τευϑὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνϑράκων ῥαπίσμασιν, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.