[681] [681] πόπανον, τό, wie πέμμα, Gebäck, bes. Opferkuchen, nach Schol. Plat. Rep. V, 227 πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ; Ar. oft, πόπανα πέττειν Eccl. 843, ϑύειν Thesm. 285; τὴν τῶν ποπάνων ϑεραπείαν, Plat. Rep. V, 455 c.