[861] σαόω, = σώζω, vom alten ΣΑΟΣ, σῶς; davon imperf. 3. Pers. σάω, Il. 16, 363. 21, 238, wovon der unregelmäßige imperat. σάω, Od. 13, 930. 17, 595 H. h. 12, 3, zu unterscheiden ist; fut. σαώσω u. aor. ἐσάωσα, nebst aor. pass. ἐσαώϑην, ἐσάωϑεν = ἐσαώϑησαν, Od. 3, 185, fut. med. σαώσομαι, 21, 309; – retten, erhalten, wie σώζω, was zu vergleichen; ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω, 10, 286; νὺξ δ' ἥδ' ἠὲ διαῤῥαίσει στρατὸν ἠὲ σαώσει, Il. 9, 78; ἐκ ϑανάτοιο, 22, 175; ἐκ πολέμοιο, 17, 452, u. öfter; ἐν δοιῇ δὲ σαωσέμεν ἢ ἀπολέσϑαι νῆας, 9, 230; ἐῤῥ ύσατο καὶ ἐσάωσε, 15, 290; auch αἴ κε τάχιστα νέκυν ἐπὶ νῆα σαώσῃ, 17, 692, den Todten unversehrt zum Schiff hinbringen; vgl. 24, 35; Pind. τόλμα μιν ἐσάωσεν, frg. 155; σαώϑη ἐκ πόντου, P. 4, 161; σαοῠσι, Tyrt. 2, 13.