[869] σείω, im pass. perf. u. aor. σέσεισμαι, ἐσείσϑην, – 1) schütteln, schwingen, hin- u. herbewegen; Hom., bes. in der Il.; σείων ἐγχείην, 5, 563; μελίην, 22, 133, u. sonst, Speere, Lanzen schwingen; σανίδας, die Thürflügel durch Anpochen erschüttern, 9, 583; von laufenden Pferden heißt es σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες, Od. 3, 486. 15, 184; πόλιν σεῖσαι, Pind. P. 4, 272; τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, Aesch. Spt. 367; κρυφῇ κάρα σείοντες, Soph. Ant. 291; ἡνίας χεροῖν ἔσεισαν, El. 703 (vgl. auch σάλος); ϑύελλα σείει δῶμα, Eur. Herc. Fur. 905; χαίταν, Cycl. 75; Med. 1191; auch ἀντίπρωρα βέλη, El. 846; πυϑικὴν σείσας δάφνην, Ar. Plut. 213; u. bes. vom Erdbeben, ὁ Ποσειδῶν σείσας ἐμβάλοι οἰκίας, Ar. Ach. 484; ὁ ϑεὸς σείων, sc. τὴν γῆν, Lys. 1142; σείει ὁ ϑεός, Xen. Hell. 4, 7, 4; u. absolut, τοῠ αὐτοῠ μηνὸς ἱσταμένου ἔσεισε, Thuc. 4, 52, die Erde schütterte, es war ein Erdbeben. – Uebertr., Einen aufrütteln, anregen wozu, εἴς τι, Plut. Phoc. 23; vgl. Jac. Philostr. imagg. p. 574. – Intr. sagt Xen. Cyn. 3, 4 τῇ οὐρᾷ σείειν. – Pass. u. med. erschüttert werden, schwanken, erbeben, sich hin- u. herbewegen, ἐσσείοντο πόδες Ἴδης, Il. 20, 59; ἔγχεα σειόμενα, 13, 135. 558; ἀμ φὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετ ο πήληξ, 13, 805; σείσατο δ' εἰνὶ ϑρόνῳ, 8, 199; ὄρχος σειόμενος φύλλοισιν, eigtl. am Laube bewegter Garten, in dem sich das Laub bewegt, Hes. Sc. 298; ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον, Pind. P. 8, 94; οἷς γὰρ ἂν σεισϑῇ ϑεόϑεν δόμος, Soph. Ant. 580; σεισϑῆναι σάλῳ, Eur. I. T. 46; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσϑαι, Ar. Nubb. 1258. – 2) übertr., καὶ ταράττειν, Ar. Equ. 837; Plat. Eryx. 897 d. Bei Sp. wie συκοφαντεῖν, eine falsche Anklage wider Einen erheben, um ihn durch Furcht vor dem Processe zum Geldzahlen zu zwingen, wie Antiph. 6, 43 σείειν u. συκοφαντεῖν vrbdt; vgl. noch Alciphr. 3, 70.