σεμνό-στομος

[872] σεμνό-στομος, vornehm redend, Aesch. Prom. 955, σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῠϑός ἐστιν.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 872.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: