[876] σθεναρός, stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σϑεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σϑεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σϑεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.