σιελίζω

[880] σιελίζω, ion. = σιαλίζω, Hippocr.; eben so σιελισμός, σιελιστήριον, σίελον, σιελοποιός u. σίελος, = σιαλισμός, σιαλιστήριον, σίαλον, σιαλοποιός u. σίαλος.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 880.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: