[880] σιελίζω, ion. = σιαλίζω, Hippocr.; eben so σιελισμός, σιελιστήριον, σίελον, σιελοποιός u. σίελος, = σιαλισμός, σιαλιστήριον, σίαλον, σιαλοποιός u. σίαλος.