[893] σκέπω, = σκεπάζω; λιμὴν δυνάμενος σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῠντας, Pol. 16, 29, 13; Luc. Tim. 21 Pisc. 20; Hdn. 3, 3, 2 u. öfter.