[888] σκαλαθύρω, a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιϑυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαϑῠραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.