[891] σκεθρός, knapp, genau, sorgfältig; Lyc. 270, τα-λάντῳ τρυτάνης; auch Hippocr. – Adv.; πάντα προὐξεπίσταμαι σκεϑ ρῶς τὰ μέλλοντα, Aesch. Prom. 102; πτῆσιν οἰωνῶν σκεϑρῶς διώρισα, 486. – Vielleicht von σχεῖν, σχέϑειν, was sich genau woran anhält, anschließt.