[895] σκηνάω, = Folgdm; im pass. oder med., σκηνᾶσϑαι παρὰ τὸν ποταμόν, Plat. Rep. X, 621 c; ὅτι ἐν πονηροῖς τόποις σκηνῷεν, Xen. An. 7, 4, 12.