[896] σκηπάνιον, τό, = σκῆπτρον, σκήπων, Stab, Scepter; σκηπανίῳ γαιήοχος ἀμφοτέρω κεκοπώς, Il. 13, 59, wie σκηπανίῳ δίεπ' ἀνέρας 24, 247; sp. D., wie Eryc. 9 (IX, 233).