[898] σκιαρός, schattig, dorisch statt σκιερός; Pind. φύτευμα, Ol. 3, 18; σκιαρᾶν παγᾶν, 3, 14; auch Plat. Legg. I, 625 b steht ἀνάπαυλαι ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδρεσίν εἰσι σκιαραί.