[899] σκινθαρίζω, = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανϑαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνϑαροι, τὰ προςκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.