[906] σκοτ-ώδης, ες, zsgzgn = σκοτοειδής, Ggstz φανός, Plat. Rep. VII, 518 c; σκοτωδέστερον τοῠτο καὶ ξενικώτερον, Crat. 412 b, u. öfter; bei Hippocr. auch = schwindlig.