σκόλοψ

[902] σκόλοψ, οπος, ὁ, jeder zugespitzte Körper; bes. Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade, ein Haupttheil der Befestigung bei Städten und sonst haltbaren Orten; schon bei Hom., τείχεα σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od. 7, 45, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il. 9, 350, am Graben; διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, 8, 343. 15, 1; σκόλοπες γὰρ ἐν αὐτῇ (τάφρῳ) όξέες ἑστᾶσιν, 12, 63, vgl. 55; Ἀχαιοὶ τάφρῳ καὶ σκολόπεσσιν ἐνιπλήξαντες, 15, 344; πῶς περάσει σκόλοπας ἐν τροπῇ στρατός; Eur. Rhes. 116; σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος ἔπηξαν, Her. 9, 97; τάφρος ἦν καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς, Xen. An. 5, 2, 5; φρούρια καὶ σκόλοπες, Strat. 47 (XII, 205); σκόλοπος χαλεποῠ τρηχυτέρη οἶμος, Archimel. 2 (VII, 50); auch ein Pfahl zum Anspießen, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπ εσσι, Il. 18, 177; σκόλοψι πήξωμεν δέμας, Eur. I. T. 1430. – Uebh. Splitter, Dorn, σκόλοπος αὐτῷ καταπαγέντος, S. Emp. pyrrh. 1, 238; Luc. de merc. cond. 3.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 902.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: