[909] σκῶμμα, τό, Scherz-, Spottrede, Neckerei, Witz; Ar. Pax 734 Plut. 316; Plat. Euthyphr. 11 c; τὰ τῶν χαριέντων σκώμματα, Rep. V, 452 b; Xen. Cyr. 2, 2, 28; εἰς γέλωτα καὶ σκώμματα ἐμβαλεῖν, Dem. 54, 13.